Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της νόσου χωρίζονται σε αυτά που αφορούν την κίνηση (κινητικά) και σε αυτά που αφορούν άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες (μη κινητικά).

Τα κινητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν τρέμουλο, συνήθως των χεριών και σπανιότερα των ποδιών ή και του κεφαλιού / σαγονιού, βραδύτητα στις κινήσεις, επηρεασμό της λεπτής κινητικότητας (π.χ. κατά την ένδυση-σίτιση-γραφή-καθημερινή υγιεινή), αλλοίωση της βάδισης με κάμψη του κορμού προς τα εμπρός, δυσκαμψία των μυών και αστάθεια λόγω διαταραχής της ισορροπίας, που μπορεί να προκαλέσει συχνές πτώσεις.

Η διαταραχή αυτή της κινητικότητας επιφέρει δυσκολίες στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.

Τα συμπτώματα εμφανίζονται βαθμιαίως, συνήθως από την μία μεριά του σώματος και καθώς η νόσος εξελίσσεται, επεκτείνονται και στην άλλη μεριά του.

Τα μη κινητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν απώλεια της γεύσης και της αίσθησης της όσφρησης, διαταραχές ύπνου, γαστρεντερικά προβλήματα, δυσκοιλιότητα, δυσκολία κατάποσης.

Επίσης στο ιστορικό της νόσου του Πάρκινσον περιλαμβάνονται διαταραχές όπως άγχος, πόνος, κόπωση, κατάθλιψη, σεξουαλική δυσλειτουργία, παραισθήσεις και ψύχωση, γνωστική δυσλειτουργία και άνοια. Αυτά τα συμπτώματα συχνά έχουν ως αποτέλεσμα την ανάγκη για επιπλέον φροντίδα και για νοσηλεία.

Ενώ τα κινητικά συμπτώματα θεωρούνται ως τα θεμελιώδη συμπτώματα της νόσου, τα μη κινητικά συμπτώματα αναγνωρίζονται ως καίρια για την ευημερία των ασθενών, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής των ανθρώπων και αποτελούν σημαντική αιτία νοσηλείας.

Σε κάθε ασθενή η συμπτωματολογία ποικίλει, όσον αφορά στη βαρύτητα των συμπτωμάτων και στον ρυθμό επιδείνωσής τους, ενώ μπορεί να υπάρχουν διακυμάνσεις των συμπτωμάτων από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα.

 

Διάγνωση

Η διάγνωση της νόσου του Πάρκινσον δεν είναι απλή, καθώς κάθε περίπτωση της νόσου είναι μοναδική και ως νευρολογική διαταραχή, τα συμπτώματα της είναι παρόμοια με άλλες διαταραχές του εγκεφάλου. Ωστόσο, ένας έμπειρος νευρολόγος θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια ακριβή διάγνωση.

Όταν γίνεται η διάγνωση της νόσου του Πάρκινσον, ο γιατρός παρατηρεί τα συμπτώματα κατά την διάρκεια της κλινικής εξέτασης και δίνει προσοχή στις εμπειρίες του ασθενή που σχετίζονται με την κατάστασή του.

Παρόλο που η νόσος του Πάρκινσον προσβάλει τον εγκέφαλο, η τομογραφία εγκεφάλου δεν δύναται πάντα να ταυτοποίησει την νόσο και τις αλλαγές που προκαλεί στον εγκέφαλο. Ωστόσο, η υπολογιστική αξονική (CT) ή η μαγνητική τομογραφία (ΜRΙ) που απεικονίζουν διαφορετικές τομές του εγκεφάλου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον αποκλεισμό άλλων διαταραχών, που ενδέχεται να προκαλούν τα συμπτώματα.